- αυτοδικία
- ητο να πάρει κανείς το δίκιο του μόνος του, χωρίς να πάει στα δικαστήρια: Ο νόμος τιμωρεί την αυτοδικία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αυτοδικία — Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την… … Dictionary of Greek
έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… … Dictionary of Greek
αυτοδικώ — (Α αὐτοδικῶ, έω) [αυτόδικος] διαπράττω αυτοδικία αρχ. ακολουθώ δικό μου δίκαιο ή νομοθεσία … Dictionary of Greek
αυτόδικος — η, ο (Α αὐτόδικος, ον) νεοελλ. αυτός που διαπράττει αυτοδικία αρχ. (για πόλεις ή περιοχές) εκείνος που έχει δικό του δίκαιο, δικιά του νομοθεσία … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
δωσίδικος — και δοσίδικος, η, ο (Α δωσίδικος) νεοελλ. αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος αρχ. αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι < μελλ. δώσω τού δίδωμι + δικος < δίκη] … Dictionary of Greek
βεντέτα — I (λ. γαλλ.) 1. πρωταγωνίστρια του θεάτρου ή του κινηματογράφου: Μια μεγάλη βεντέτα πρωταγωνιστεί σ αυτό το έργο. 2. πρόσωπο δημοφιλές με αλαζονική όμως συμπεριφορά: Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου και μην παριστάνεις τη βεντέτα. II (λ. ιταλ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)